- κήρυγμα
- το (ΑΜ κήρυγμα, -ύγματος) [κηρύσσω]1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.)2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού κάνει κήρυγμα για σωστή συμπεριφορά» β. «κηρύγματα προφητών τοῡ Χριστοῡ τὴν ἀνάδειξιν μηνύοντα εἴληφε», Μηναί.)νεοελλ.θρησκευτικός λόγος που εκφωνείται στους ναούς από τον ιεροκήρυκα («πηγαίνει τακτικά στο κήρυγμα»)μσν.αυτό που διακηρύσσει ή εξυμνεί κάποιος, το καύχημα («τὴν Ἁγιὰ Σοφία, τὸ κήρυγμα τοῡ κόσμου», Θρήν. Κωνλεως)αρχ.1. πρόσκληση («σύγκλητον τήνδε γερόντων προύθετο λέσχην, κοινῷ κηρύγματι πέμψας», Σοφ.)2. αμοιβή που προσφερόταν με προκήρυξη («ᾤετο δεῑν ὁ νομοθέτης τὸν ῥήτορα σεμνύνεσθαι... καὶ ἐργολαβεῑν ἐν τοῑς κηρύγμασιν», Αισχίν.)3. αναγγελία νίκης σε αγώνες.
Dictionary of Greek. 2013.